Ηλεκτρονικό Περιοδικό
Δημοσίου Δικαίου

«[Ό]χι μόνο δεν πλήττεται αλλά θάλπεται η συνταγματική τάξη»!

«[Ό]χι μόνο δεν πλήττεται αλλά θάλπεται η συνταγματική τάξη»!

«Ελπίς, ω λέξις θεσπεσία,
κατάντησες απελπισία!»

Μολιέρος / Βάρναλης

Ι.

Οι πρόσφατες αποφάσεις (υπ’ αριθ. 2046 και 2047/2022) της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση του λεγόμενου πανεπιστημιακού (ή ακαδημαϊκού) ασύλου (κατά νομική ακριβολογία, πρόκειται βέβαια περί πανεπιστημιακής αστυνομικής εξουσίας[1], συνταγματικά, κατά τη γνώμη μου, εγγυημένης[2]) έχουν ληφθεί κατά πλειοψηφία. Μια δικαστική απόφαση είναι προϊόν διασκέψεως και από το σκεπτικό της πλειοψηφίας αναμένει κανείς την (έστω έμμεση) αντίκρουση του σκεπτικού της μειοψηφίας (όπως βέβαια και το αντίστροφο), ώστε η αιτιολογία τής (κατά πλειοψηφία) αποφάσεως να είναι, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ειδική και εμπεριστατωμένη, ακριβώς επειδή τα σκεπτικά τυγχάνουν ανταγωνιστικά (δεν μπορούμε να δεχθούμε, δηλαδή, το ένα χωρίς να απορρίψουμε το άλλο), ιδίως μάλιστα αν η γνώμη της μειοψηφίας, όπως συμβαίνει εδώ, έχοντας ανεβάσει ασυνήθιστα ψηλά τον επιχειρηματολογικό πήχη και τους τόνους (πρόκειται για υπόθεση που αφορά το ηθικό υπόβαθρο της φιλελεύθερης δημοκρατίας), αντικρούει, κατά τρόπο που απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη απάντηση, τη γνώμη της πλειοψηφίας. (Πώς ελέγχει, άραγε, το ίδιο Δικαστήριο την ύπαρξη ή μη της απαιτούμενης από τον νόμο αιτιολογίας μιας διοικητικής πράξεως ως ουσιώδη τύπο της διαδικασίας;) Η απλώς παρατακτική έκθεση των δύο ανταγωνιστικών σκεπτικών, δεδομένης επίσης (κατά τα ανωτέρω) της πρόδηλης υπεροχής του σκεπτικού της μειοψηφίας, πλήττει το κύρος της δικανικής κρίσης και υπονομεύει την εμπιστοσύνη του σώματος των πολιτών στην απονομή αμερόληπτης και αντικειμενικής δικαιοσύνης.

Εν προκειμένω, η πλειοψηφία απλώς επέλεξε ετσιθελικά να περάσει κάτω από τον επιχειρηματολογικό πήχη που της έθεσε η μειοψηφία, αλλά και η ίδια η ένδικη φύση του πράγματος. Στις εν λόγω αποφάσεις, το μεν σκεπτικό της μειοψηφίας (ιδίως η «περαιτέρω γνώμη» του Συμβούλου Ιωάννη Σύμπλη) είναι λαμπρό και αντικρούει με ειδικές και εμπεριστατωμένες σκέψεις το σκεπτικό της πλειοψηφίας, το δε σκεπτικό της πλειοψηφίας αρκείται σε γενικολογίες, για να καλύψει τις επιχειρηματολογικές ελλείψεις του, επικαλούμενο και παραθέτοντας δουλικά την αιτιολογική έκθεση του νομοθέτη και άκριτα τις απόψεις της καθ’ ης διοικήσεως, στα οποία, κατά βάση, αρκείται. Ωστόσο, αν δεν λάβει κανείς θέση στο ερώτημα αν νοείται πλήρης αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων χωρίς πανεπιστημιακή αστυνομική εξουσία, ό,τι γράφεται π. χ. στην εν λόγω αιτιολογική έκθεση, ακόμη και αν αληθεύει (το ζήτημα είναι εμπειρικό), αποτελεί λόγο προς τι; Ο κόσμος του σκεπτικού της πλειοψηφίας είναι ο γκρίζος κόσμος μιας κάποιες συνεπειοκρατίας με επίκεντρο εδώ ένα δήθεν γενικό συμφέρον: αναλόγως της σταθμίσεως, κάτι πού και πού μαυρίζει περισσότερο, κάτι άλλο πού και πού ασπρίζει περισσότερο. Ο κόσμος του σκεπτικού της μειοψηφίας είναι ο κόσμος των ζωηρών δεοντοκρατικών (μη συνεπειοκρατικών) χρωμάτων: η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει ακαταγώνιστο συμφέρον στο να λειτουργούν στην επικράτειά της πλήρως αυτοδιοικούμενα πανεπιστήμια. (Ζήτημα αρχής.)

Η διοίκηση είχε αμφισβητήσει, λοιπόν, π. χ. το έννομο συμφέρον των αιτούντων (δεν ενδιαφέρουν εδώ οι λεπτομέρειες), επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίστανται (άμεση) βλάβη, λόγω μη εκδόσεως του αναγκαίου για την εφαρμογή του νόμου, κατά τις παραδοχές της, σχετικού προεδρικού διατάγματος. Τον ισχυρισμό της όμως αυτόν, μετά από τουλάχιστον δέκα σελίδες, είχε ήδη λησμονήσει, επιχειρηματολογώντας αντιφατικά, προς αντίκρουση λόγου ακυρώσεως αυτή τη φορά, ότι η έκδοση του διατάγματος ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Ένα αγγλοσαξονικό δικαστήριο (απαράμιλλο βέβαια το κύρος του αγγλοσάξονα δικαστή) θα είχε επιβάλει ποινή τάξεως (για υποτίμηση της νοημοσύνης του). Στις απόψεις της διοίκησης, όπως όμως και της πλειοψηφίας, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στη σχετική συνταγματική θεωρία: η επιχειρηματολογία της έγκειται, κατά βάση, σε μια σύμφωνη προς το ισχύον διοικητικό δίκαιο και τις διακρίσεις του (π. χ. της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας) ερμηνεία του Συντάγματος. Είμαι βέβαιος ότι οι έγκριτοι συνάδελφοι δικηγόροι που εκπροσώπησαν τους αιτούντες δεν απέφυγαν να απευθύνουν ευθέως προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου το ερώτημα (με τα δικά τους βέβαια λόγια): «Η αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου Σας αποτελεί ασφαλώς τμήμα της ελληνικής επικράτειας: δύναται, άραγε, να ασκηθεί εδώ αστυνομική εξουσία παρά την αντίθετη εντολή Σας προς τα όργανα της τάξεως; “Ως ένστολοι, υπάγονται στην φυσική και πολιτική τους ηγεσία”, όπως ακριβώς το θέλει επί λέξει η γενικολογία της διοίκησης. Η αστυνομική εξουσία ανήκει όμως στον διευθύνοντα τη συζήτηση». (Κατά ερμηνεία του Συντάγματος, σύμφωνη προς άλλο υποδεέστερό του δίκαιο, επιτρέπει, άραγε, η συνταγματολογούσα διοίκηση στην Αρχηγό του Κράτους, πρώην Πρόεδρο του ιδίου Δικαστηρίου, να πατήσει το πόδι της στο Άγιο Όρος;)

Χωρίς γνώση της ιστορίας των θεσμών και, συγχρόνως, μια συγκριτική οπτική γωνία δεν δύναται κανείς να επιχειρηματολογήσει με στοιχειώδη επάρκεια σε ένα νομικό ζήτημα (οποιοδήποτε). Οι απόψεις της διοίκησης δεν αγνόησαν μόνο την πλούσια ιστορία του λεγόμενου πανεπιστημιακού ασύλου, αλλά και τη διεθνή καλή πρακτική. Έχω αναλύσει εκτενώς το θέμα με άλλη ευκαιρία[3], και η μείζων (καχεκτική, όπως θα επισημάνω αργότερα) πρόταση του συλλογισμού της πλειοψηφίας δεν αντέχει ούτε στοιχειωδώς στον έλεγχο της θεωρίας∙ γι’ αυτό περιορίζομαι προκαταρκτικά στα εξής: Διεθνώς, άμεση αστυνομική εξουσία σε πανεπιστήμια ασκείται είτε από ειδική οργανική μονάδα του ιδίου του πανεπιστημίου, υπαγόμενη ιεραρχικά στις αρχές του (κατ’ ακριβολογία, όπως θα διακρίνουμε στη συνέχεια, πανεπιστημιακή αστυνομία) είτε από την κατά τόπον αρμόδια αστυνομική αρχή βάσει σχετικού μνημονίου συνεργασίας (ή άλλης διμερούς συνεννοήσεως). Εννοείται βέβαια ότι, σε μια μεγάλη πανεπιστημιούπολη που περιλαμβάνει κοινόχρηστους χώρους (π. χ. πλατείες ή οδούς), η εκεί διαρκής παρουσία της αστυνομίας δεν αποτελεί πουθενά στον κόσμο θεσμική έκπληξη. Η διοίκηση, στις ένδικες απόψεις της, αναφέρεται αδιακρίτως σε «δημόσιους χώρους»: οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν είναι πάντως κοινόχρηστοι (όπως και πάλι ομοίως θα επισημανθεί, τούτο αναπτύσσεται δε με ενάργεια στο σκεπτικό της «περαιτέρω γνώμης» του ανωτέρω μειοψηφούντος Δικαστή.) Είναι αξιοσημείωτο ότι η διοίκηση ήθελε πού και πού, παρά την αντίθετη νομοθετική βούληση, να ερμηνεύσει τον επίμαχο νόμο σύμφωνα με το Σύνταγμα: της έλειπε όμως το τότε ζητούμενο προεδρικό διάταγμα για την εφαρμογή του νόμου.

Η εκτεταμένη παράθεση των απόψεων άλλων στο σκεπτικό εκθέτει το δικαστήριο (εδώ μόνο την πλειοψηφία) στην κοινή εντύπωση ότι δεν λαμβάνει το ίδιο, από νωθρότητα ή άλλο δικανικό ελάττωμα, τις αποφάσεις του. Άραγε είχε δίκιο ο θεωρητικός εκείνος που έγραψε ότι «[τ]ο Συμβούλιον της Επικρατείας πρέπει να θεωρώσι και θεωρούν οι διοικούμενοι ως επέκτασιν της διοικήσεως»; Θα αρκούσε, λοιπόν, ίσως να αντιπαραθέσει κανείς σε δύο στήλες τα δύο ανταγωνιστικά σκεπτικά (της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας), όπως κατωτέρω επί λέξει εκτίθενται (οι σκέψεις της πλειοψηφίας δεν είναι μεν καθόλου φιλικές προς τα δάση του Αμαζονίου, ευτυχώς όμως δεν είναι αναγκαία ούτε μια περίληψή τους) και, επαφιόμενος στην πρόδηλη κρίση του αμερόληπτου και ακριβοδίκαιου αναγνώστη (που έχει γνώση της σχετικής επιστημονικής αντιγνωμίας), απλώς να αναρωτηθεί: τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; Στη καθημερινή μας ζωή δεν επιλέγουμε όμως ούτε αναγνώστες∙ γι’ αυτό πρέπει να πει κανείς δυο τρία λόγια σταράτα (υπερασπιζόμενος λόγω τη συμβίωσή του με τους άλλους, έναν προς έναν, μόνον υπό όρους ελευθερίας και ισότητας, δηλαδή αυτοπεποίθησης και αυτοσεβασμού, και στο χωρικό πλαίσιο του πανεπιστημίου).

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ.

Φίλιππος Βασιλόγιαννης
Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Υποσημειώσεις:

[1]

([…] αν το εξετάσει κανείς πολύ προσεκτικά, η ακαδημαϊκή ελευθερία εκλαμβάνεται από πολλούς ως αποδέσμευση από όλους τους αστυνομικούς νόμους∙ θα έπρεπε όμως, βέβαια, να ασκείται αστυνομική εξουσία στα πανεπιστήμια)

(Johann Gottlieb Fichte, Grundlage des Naturrechts nach Principien der WissenschaftslehreWerke 3 [Berlin: Walter de Gruyter & Co., 1971], 294).

[2] Βλ., αναλυτικά, τη μελέτη μου «Η συνταγματική εγγύηση της πανεπιστημιακής αστυνομικής εξουσίας», https://www.constitutionalism.gr (1.10.2020).

[3] Βλ. ό. π.∙ επίσης, συμπληρωματικά, «Πανεπιστημιακή αστυνομία ή αστυνομικό πανεπιστήμιο;», https://www.syntagmawatch.gr (14.12.2020).

Θέλετε να έχετε πρόσβαση στα νέα e-books και τεύχη του epoliteia.gr νωρίτερα από κάθε άλλον;

Σας ενδιαφέρει να ενημερώνεστε άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις;
Αν ναι, τότε εγγραφείτε στο newsletter μας!